"ἀπημοσύνη" meaning in Ancient Greek

See ἀπημοσύνη in All languages combined, or Wiktionary

Noun

Forms: ἀπημοσύνη, -ης
Etymology: : ἀπημοσύνη (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική ἀπήμων, ἀπημο(ν)- + -σύνη < → και δείτε τη λέξη πῆμα
  1. έλλειψη βλάβης, αβλάβεια, ακεραιότητα, ασφάλεια
    Sense id: el-ἀπημοσύνη-grc-noun-OmRwGIaP
  2. αθωότητα
    Sense id: el-ἀπημοσύνη-grc-noun-SzPwnwdM Categories (other): Μεταφορικοί όροι (αρχαία ελληνικά)
The following are not (yet) sense-disambiguated
Related terms: Ἀπημοσύνη, ἀπήμων, πήμων, και=1, πῆμα, γλ=grc
{
  "categories": [
    {
      "kind": "other",
      "name": "Δημιουργία λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (ελληνιστική κοινή)",
      "parents": [],
      "source": "w"
    },
    {
      "kind": "other",
      "name": "Λέξεις με επίθημα -σύνη (ελληνιστική κοινή)",
      "parents": [],
      "source": "w"
    },
    {
      "kind": "other",
      "name": "Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (ελληνιστική κοινή)",
      "parents": [],
      "source": "w"
    }
  ],
  "etymology_text": ": ἀπημοσύνη (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική ἀπήμων, ἀπημο(ν)- + -σύνη < → και δείτε τη λέξη πῆμα",
  "forms": [
    {
      "form": "ἀπημοσύνη"
    },
    {
      "form": "-ης",
      "raw_tags": [
        "ελληνιστική κοινή",
        "θηλυκό"
      ]
    }
  ],
  "lang": "Ancient Greek",
  "lang_code": "grc",
  "pos": "noun",
  "related": [
    {
      "word": "Ἀπημοσύνη"
    },
    {
      "word": "ἀπήμων"
    },
    {
      "raw_tags": [
        "σύνθετα"
      ],
      "word": "πήμων"
    },
    {
      "word": "και=1"
    },
    {
      "word": "πῆμα"
    },
    {
      "word": "γλ=grc"
    }
  ],
  "senses": [
    {
      "examples": [
        {
          "text": "※ '2ος/3ος κε' αιώνας ⌘ Ὀππιανός, Ἁλιευτικά, 2.647 @scaife.perseus",
          "translation": "οὐδέ φόνου λάπτουσιν, ἀπημοσύνῃ δὲ νέμονται,"
        },
        {
          "text": "※ Επιγραφή από το νησί Πάρος. IG XII,5 215. @epigraphy.packhum.org",
          "translation": "Δημοκύδης τόδ’ ἄγαλμα Τε-\nλεστοδίκη τ’ ἀπο κοινῶν\nεὐχσάμενοι στῆσαν πα[ρ]-\nθένωι Ἀρτέμιδι\nσεμνῶι ἐνὶ ζαπέδωι κο(ύ)-\nρηι Διὸς αἰγιόχοιο.\nτῶν γενεὴν βιοτόν τ’ α-\nὖχσ’ ἐν ἀπημοσύνηι."
        }
      ],
      "glosses": [
        "έλλειψη βλάβης, αβλάβεια, ακεραιότητα, ασφάλεια"
      ],
      "id": "el-ἀπημοσύνη-grc-noun-OmRwGIaP"
    },
    {
      "categories": [
        {
          "kind": "other",
          "name": "Μεταφορικοί όροι (αρχαία ελληνικά)",
          "parents": [],
          "source": "w"
        }
      ],
      "examples": [
        {
          "text": "※ πριν από το τέλος 2ου πκε αιώνα, Επιγραφή από τη Μυγδονία της Θεσσαλονίκης. IG X,2 1 108. @epigraphy.packhum.org",
          "translation": "ἀλλ’, ἄνα, Φυλακίδηι <τε> καὶ υἱέϊ καλὸν ὀπάξοις\nδῶρον ἐϋκλεΐης ἄμφω ἀπημοσύνηι,\nὄφρα τις ἁμερίων λεύσσων τάδε θυμὸν ὀτρύνηι\nσφωΐτερομ μακάρωμ μήποτε λῆστιν ἔχειν.\nΔαμαίου."
        }
      ],
      "glosses": [
        "αθωότητα"
      ],
      "id": "el-ἀπημοσύνη-grc-noun-SzPwnwdM",
      "raw_tags": [
        "μεταφορικά"
      ]
    }
  ],
  "word": "ἀπημοσύνη"
}
{
  "categories": [
    "Δημιουργία λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (ελληνιστική κοινή)",
    "Λέξεις με επίθημα -σύνη (ελληνιστική κοινή)",
    "Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (ελληνιστική κοινή)"
  ],
  "etymology_text": ": ἀπημοσύνη (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική ἀπήμων, ἀπημο(ν)- + -σύνη < → και δείτε τη λέξη πῆμα",
  "forms": [
    {
      "form": "ἀπημοσύνη"
    },
    {
      "form": "-ης",
      "raw_tags": [
        "ελληνιστική κοινή",
        "θηλυκό"
      ]
    }
  ],
  "lang": "Ancient Greek",
  "lang_code": "grc",
  "pos": "noun",
  "related": [
    {
      "word": "Ἀπημοσύνη"
    },
    {
      "word": "ἀπήμων"
    },
    {
      "raw_tags": [
        "σύνθετα"
      ],
      "word": "πήμων"
    },
    {
      "word": "και=1"
    },
    {
      "word": "πῆμα"
    },
    {
      "word": "γλ=grc"
    }
  ],
  "senses": [
    {
      "examples": [
        {
          "text": "※ '2ος/3ος κε' αιώνας ⌘ Ὀππιανός, Ἁλιευτικά, 2.647 @scaife.perseus",
          "translation": "οὐδέ φόνου λάπτουσιν, ἀπημοσύνῃ δὲ νέμονται,"
        },
        {
          "text": "※ Επιγραφή από το νησί Πάρος. IG XII,5 215. @epigraphy.packhum.org",
          "translation": "Δημοκύδης τόδ’ ἄγαλμα Τε-\nλεστοδίκη τ’ ἀπο κοινῶν\nεὐχσάμενοι στῆσαν πα[ρ]-\nθένωι Ἀρτέμιδι\nσεμνῶι ἐνὶ ζαπέδωι κο(ύ)-\nρηι Διὸς αἰγιόχοιο.\nτῶν γενεὴν βιοτόν τ’ α-\nὖχσ’ ἐν ἀπημοσύνηι."
        }
      ],
      "glosses": [
        "έλλειψη βλάβης, αβλάβεια, ακεραιότητα, ασφάλεια"
      ]
    },
    {
      "categories": [
        "Μεταφορικοί όροι (αρχαία ελληνικά)"
      ],
      "examples": [
        {
          "text": "※ πριν από το τέλος 2ου πκε αιώνα, Επιγραφή από τη Μυγδονία της Θεσσαλονίκης. IG X,2 1 108. @epigraphy.packhum.org",
          "translation": "ἀλλ’, ἄνα, Φυλακίδηι <τε> καὶ υἱέϊ καλὸν ὀπάξοις\nδῶρον ἐϋκλεΐης ἄμφω ἀπημοσύνηι,\nὄφρα τις ἁμερίων λεύσσων τάδε θυμὸν ὀτρύνηι\nσφωΐτερομ μακάρωμ μήποτε λῆστιν ἔχειν.\nΔαμαίου."
        }
      ],
      "glosses": [
        "αθωότητα"
      ],
      "raw_tags": [
        "μεταφορικά"
      ]
    }
  ],
  "word": "ἀπημοσύνη"
}

Download raw JSONL data for ἀπημοσύνη meaning in Ancient Greek (2.4kB)


This page is a part of the kaikki.org machine-readable Ancient Greek dictionary. This dictionary is based on structured data extracted on 2025-08-18 from the elwiktionary dump dated 2025-08-01 using wiktextract (0c45963 and 3c020d2). The data shown on this site has been post-processed and various details (e.g., extra categories) removed, some information disambiguated, and additional data merged from other sources. See the raw data download page for the unprocessed wiktextract data.

If you use this data in academic research, please cite Tatu Ylonen: Wiktextract: Wiktionary as Machine-Readable Structured Data, Proceedings of the 13th Conference on Language Resources and Evaluation (LREC), pp. 1317-1325, Marseille, 20-25 June 2022. Linking to the relevant page(s) under https://kaikki.org would also be greatly appreciated.